- πηλοπλαστική
- ητέχνη του πηλοπλάστη, κεραμευτική: Προϊόντα πηλοπλαστικής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πηλοπλαστικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πηλοπλάστη 2. το θηλ. ως ουσ. η πηλοπλαστική η τέχνη τού πηλοπλάστη, η κεραμεική. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηλοπλάστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Α. Ρ. Ραγκαβή] … Dictionary of Greek
Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει … Dictionary of Greek
πηλοπλαστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πηλοπλάστη: Πηλοπλαστική τέχνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)